σπειροχαίτη

σπειροχαίτη
σπειροχαίτη, η και σπειροχαίτης, ο
είδος μικροβίου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σπειροχαίτη — (spirochete). Γενική ονομασία βακτηριδίων σπειροειδούς σχήματος, που ανήκουν στην τάξη των σπειροχαιτωδών. Οι σ. είναι λεπτά μονοκύτταροι μικροοργανισμοί χωρίς καθορισμένο πυρήνα και αποτελούν μεταβατική μορφή μεταξύ της τάξης των ευβακτηρίων ή… …   Dictionary of Greek

  • καράτε — I (karate). Είδος ιαπωνικής πάλης που έχει τις καταβολές του στους λαϊκούς τρόπους αυτοάμυνας χωρίς όπλα, οι οποίοι ήταν γνωστοί στην Ασία από την αρχαιότητα. To κ., που σημαίνει στην ιαπωνική γλώσσα με γυμνά χέρια, αποτελεί ένα σύστημα… …   Dictionary of Greek

  • Kostas Karyotakis — ( el. Κώστας Καρυωτάκης)(November 11, 1896 – July 20, 1928) is considered one of the most representative Greek poets of the 1920s and one of the first poets to use iconoclastic themes in Greece. His poetry conveys a great deal of nature imagery… …   Wikipedia

  • Кариотакис, Костас — Костас Кариотакис Κώστας Καρυωτάκης Дата рождения: 30 октября 1896(1896 10 30) Место рождения: Триполи, Греция Дата смерти …   Википедия

  • έλκος — Περιορισμένη απώλεια ιστού με μικρή τάση προς επούλωση· ο όρος έ. χρησιμοποιείται κυρίως σε βλάβες του δέρματος και των βλεννογόνων (π.χ. γαστροδωδεκαδακτυλικό έ.). Έ. του δέρματος μπορεί να συνοδεύουν διαβήτη, καρδιοπάθειες, νεφροπάθειες,… …   Dictionary of Greek

  • λουετίνη — η βιοχ. ιατρ. ουσία που εξάγεται από γαλάκτωμα το οποίο περιέχει τη σπειροχαίτη τής σύφιλης και η οποία χρησιμοποιούνταν στο παρελθόν για τη διάγνωση τής σύφιλης …   Dictionary of Greek

  • πίντα — Αγγλική μονάδα χωρητικότητας. Ισούται με 0,56 λίτρα. Ένα αγγλικό γαλόνι ισούται με 8 π. * * * η, Ν ιατρ. λοιμώδες νόσημα, ενδημικό στην Κεντρική και ιδίως στη Νότια Αμερική, το οποίο προκαλείται από τη σπειροχαίτη Treponema carateum. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • σπειροχαίτωση — η, Ν 1. (ιατρ. κτην.) λοιμώδες νόσημα που οφείλεται στην παρουσία μιας σπειροχαίτης στον οργανισμό 2. φρ. α) «σπειροχαίτωση τού κουνελιού» (κτην.) ζωονόσος με χρόνια εξέλιξη που χαρακτηρίζεται από την παρουσία επφανειακών διαβρώσεων στον… …   Dictionary of Greek

  • σπειροχαιτίαση — η, Ν ιατρ. η σπειροχαίτωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπειροχαίτη + κατάλ. ίαση] …   Dictionary of Greek

  • σπειρόνημα — το, Ν (μικρβλ.) η σπειροχαίτη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”